Παροιμίες και παραλογιές
- Δυό πέτρες βγάζουν τ' αλεύρι (αλληλεγγύη)
- Όσο βιάζεται η γριά, τόσο κόβεται η κλωστή (βιασύνη)
- Η βιάση ψήνει το ψωμί, μα δεν το καλοψήνει (βιασύνη)
- Η γριά στο μισοχείμωνο ξυλάγγουρα γυρεύει (ακαταστασία)
- Βασιλικός κι αν μαραθεί, τη μυρωδιά την έχει (εκτίμηση πραγμάτων)
- Όπου φελά στα λάχανα, φελά και στα μαρούλια (εκτίμηση πραγμάτων)
- Ανέθρεψε το μποντικό να φάει το σακί σου (αχαριστία)
- Τώρα σε θέλω κάβουρα, να πηδάς στα κάρβουνα (εκδίκηση)
- Όπου σώνει το χεράκι σου, κρέμα το καλαθάκι σου (εκτίμηση δυνάμεων)
- Όποια θέλει να χτικιάσει, την κρεβαταριά να πιάσει (χρονοβόρο)
- Ηψόφησεν ο σκύλος μας πάει η κουντουβερνιά μας
- Τζαγκάρης αξυπόλητος, ράφτης παραλυμένος
- Μιά φορά εκίνησε ο Χότζας για το παζάρι κι ήτανε μέρα Σάββατο
- Ο πισινός γάδαρος ακλουθά τ' αμπρουστινού
- Του νοικοκύρη ο ροός πάντα γεμάτος είναι
- Ω που να είναι οι χίλιοι διαόλοι μέσα στα τέσσερα καντούνια του σπιτιού σου (κατάρα)
- Η καυκάρα του παπα Γιαννάκη βάνει
- Οι Τρίποδες στα γράμματα, τ' Αγερσανί στα άρματα, το Γαλανάδο στο ποτήρι και το Γλινάδο στο πανηγύρι
( Οι Τριποδιώτες ήταν άνθρωποι των γραμμάτων, οι Αγερσανιώτες παληκάρια και πολεμιστές, οι Γαλαναδιώτες μερακλήδες που αγαπούσαν το κρασί και οι Γλιναδιώτες γλετζέδες.)
Λαϊκή ποίηση
Το τραγούδι, ως μέσο έκφρασης συναισθημάτων ατομικών αλλά και συλλογικών, συντρόφευε κάθε εκδήλωση των ανθρώπων. Η λαϊκή ποίηση δενόταν πάντα με τον αντίστοιχο σκοπό και γινόταν τραγούδι, που συντρόφευε τη χαρά της γέννησης ή του γάμου, την πίκρα της ξενιτιάς, τους καημούς της αγάπης, τη λύπη του αποχωρισμού. Συνόδευε τις καθημερινές εργασίες ή δραστηριότητες των ανθρώπων και αποτελούσε ακόμα μέσο πειράγματος, κριτικής ή χλευασμού.
Η επιβιωμένη παράδοση του δημοτικού τραγουδιού φτάνει μέχρι τις μέρες μας, αφού μέχρι σήμερα οι μεγαλύτεροι θυμούνται ακριτικά τραγούδια και παραλογές, που χρονολογούνται τον 10o ή 11ο αιώνα, δηλαδή από τα βυζαντινά χρόνια. Άλλες κατηγορίες τραγουδιών που έχουν καταγραφεί είναι της αγάπης, του γάμου, της ξενιτιάς, τα μοιρολόγια, τα κάλαντα, τ' αποκριάτικα, τα εργατικά( π.χ. το τραγούδι του μυλωνά), τραγούδια σχετικά με έθιμα(π.χ. του Κλήδωνα), διδακτικά, παιδικά ή νανουρίσματα.
Μια ιδιαίτερη κατηγορία αποτελούν τα αυτοσχέδια δίστιχα τραγούδια, τα κοτσάκια, με οκτασύλλαβο ή δεκαπεντασύλλαβο στίχο, τα οποία έχουν ποικίλο κατά περίσταση περιεχόμενο. Ακόμα και σήμερα πολλοί είναι αυτοί στο χωριό που έχουν το χάρισμα να αποδίδουν τις σκέψεις τους σε στίχο και να διαλέγονται με δίστιχα. Άλλα επίσης γνωστά τραγούδια είναι οι πατινάδες, τραγούδια αυτοσχέδια, με αργό σκοπό, που συνήθιζαν να λένε την αυγή έξω από τα σπίτια των φίλων ή της αγαπημένης τους. Γνωστή είναι και η πατινάδα του γάμου.
Τα τραγούδια αυτά, ανάλογα με την κατηγορία, διακρίνονται για τον πυκνό και λιτό λόγο, τη λαϊκή θυμοσοφία, την ευαισθησία αλλά και τη φαντασία του άγνωστου δημιουργού. Ορισμένα από αυτά αποτελούν πραγματικά αριστουργήματα.
Χαρακτηριστικά δείγματα από ορισμένες κατηγορίες τραγουδιών παραθέτουμε στη συνέχεια.
Αποκριάτικα Τραγούδια
Τα αποκριάτικα τραγούδια είναι αυτοσχέδια κοτσάκια που τραγουδούσαν και χόρευαν μαζί, με τη συνοδεία των παραδοσιακών οργάνων στα αποκριάτικα γλέντια. Τα περισσότερα από αυτά είχαν περιπαικτικό χαρακτήρα ή παρότρυναν στο γλέντι και το χορό. Παραθέτουμε μερικά από αυτά, τα πιό χαρακτηριστικά:
Άρχισε γλώσσα μου άρχισε τραγούδια να αραδιάζεις,
και την παρέα στο χορό να την διασκεδάζεις.
Εφτός που μπαίνει αμπροστά είναι το κυπαρίσσι,
και σέρνει και στο πλάι του μια μαρμαρένια βρύση.
Ευχαριστώ τη γλώσσα σας την αηδονολαλούσα,
οπού την κάμαν τα πουλιά σκοπό και κελαδούσαν.
Τούτο εσώθη κι άλλο βρείτε του χορού τραγούδια πείτε.
Το τραγούδι μου τελειώνει, ας λαλήσει κι άλλο αηδόνι.
Καλώς εβγήκε αμπρουστά του κάμπου η προβάτσα,
η μπαλωμένη μάνικα και η σκισμένη κάλτσα.
Μη μου πολυτσιτώνεσαι, γιατί ψηλός δεν είσαι
κι η γειτονιά σου 'ναι κοντά και ξέρω τίνος είσαι
Βρε αντιλιοπόδαρε, ρόκα και αλεκάτη,
όπου βρωμούν τα χνώτα σου σαν τα σκατά του γάτη
Καλώς εβγήκε αμπρουστά μπέη μου το κορμί σου,
που νιότη δεν με μάρανε από τη εδική σου.
Μη μου παραξηλώνεσαι και ξέρω τη γενιά σου,
ένα τσουβάλι κόνιδες έχει η βρακοθηλειά σου.
Του μπροστινού πρέπει σανός, του δεύτερου κριθάρι,
του τρίτου και του τέταρτου τους πρέπει ένα σαμάρι.
Τραγούδησε κοπέλα μου ν' ακούσω τη φωνή σου,
να δω αν είναι όμορφη, όπως η κεφαλή σου.
Κάποτε ήμουν άγγελος, τώρα αγγελίζουν άλλοι,
στη βρύση πού' πινα νερό, τώρα το πίνουν άλλοι.
Κορίτσια μπείτε στο χορό, τώρα που έχετε καιρό,
γιατί αύριο παντρευόσαστε, με άντρες μπερδευόσαστε.
Κάποτε ήμουνε κι εγώ στη στράτα λεμονάκι,
τώρα μου λένε οι κοπελιές, στην πάντα γριαδάκι.
Χορέψετε, χορέψετε, του χρόνου ποιος το ξέρει,
για θα πεθάνω, για θα ζω, για θα΄μαι σ΄άλλα μέρη.
Γλέντα καμένε άνθρωπε, γιατί θε να γεράσεις,
τα νιάτα δεν πουλιούνται πια να τα ξαναγοράσεις.
Τραγούδια της αγάπης
Ξέρω τραγούδια να σου πω ίσα με δυο χιλιάδες,
κι αν αρχινίσω να τα πω θα κάμω δυό βδομάδες.
Η νύχτα ώρες δεκατρείς, τσι τρεις μόνο κοιμούμαι,
τσι άλλες δέκα κάθομαι κι εσένα συλλογιούμαι.
Πλαγιάζω για να κοιμηθώ κι ο ύπνος δε με παίρνει,
ο ήλιος βγαίνει στα βουνά κι ο λογισμός με δέρνει.
Γυρίζω βλέπω το σοφά και κάνω το σταυρό μου,
και το Θεό παρακαλώ, για να σε βρω εμπρός μου.
Αγαπημένο μου πουλί και γκαρδιακό μου ταίρι,
πως τραγουδώ για λόγου σου, μόνο ο Θεός το ξέρει.
Τα ματάκια σου μου λένε να πεθάνω να με κλαίνε,
τα μάτια σου τ΄αράπικα, τα είδα και μαράθηκα.
Έλα να γενούμε ταίρι, κι οι γονείς μας συμπεθέροι,
έλα να'μαστε τα δυό μας, να περνούμε τον καιρό μας.
Τι να το κάμω εγώ που λες πως αγαπάς εμένα,
που τση καρδιάς σου τα κλειδιά τάχεις αλλού δοσμένα.
Έλα με τα'μένα να'σαι, να σου στρώνω να κοιμάσαι,
έλα να'μαστε τα δυό μας, να περνούμε τον καιρό μας.
Εσύ κοιμάσαι κι εγώ νυστάζω και σε θυμούμαι κι αναστενάζω,
εσύ κοιμάσαι στα σεντονάκια, κι εγώ γυρίζω μες στα σοκάκια.
Σαν τη φρεγάδα περπατείς και σαν ελάφι τρέχεις,
κρίμα στη νοστιμάδα σου και ταίρι να μην έχεις.
Ο ήλιος όταν πρωτοβγεί, στο σπίτι σου μπροβαίνει,
και στα σγουρά σου τα μαλλιά, πάει και βασιλεύγει.
Σε τούτη εδώ τη γειτονιά έχω κι εγώ και ΄ρίζω,
ένα κλωνί βασιλικό και τον γλυκοποτίζω.
Στη γειτονιά σου τραγουδώ, μα μη το πάρεις βάρος,
ένας μου φίλος αγαπά κι έχω κι εγώ το θάρρος.
Δεν το'λπιζα στον ουρανό, ούτε στο νου μου το'χα,
ν΄ αφήκεις τριαντάφυλλο να πας για τη μολόχα.
Στον ποταμό στα μάραθα, τα λόγια που΄πες τα'μαθα,
στον ποταμό στα' αλυαριές σε φίλησα μα δεν το λες.
Από την πόρτα σου περνώ, τα μάτια χαμηλώνω,
το κάνω για τη γειτονιά, μα εγώ σε καμαρώνω.
Σα δε με θέλεις να περνώ από τη γειτονιά σου,
βάλε να φράξουν το στενό με τα σγουρά μαλλιά σου.
Πέρα στην πέρα γειτονιά, πέρα στα πεζουλάκια,
κάθεται η αγάπη μου με τα κοπελουδάκια.
Τα κατσαρά σου τα μαλλιά θα κάμω αποχτενίδια,
να τά'στελνα στη Βενετιά να κάμω δαχτυλίδια.
Την τραγιάσκα χαμηλώνεις και θαρρώ πως με μαλώνεις,
το μαντήλι σου τινάζεις και θαρρώ πως μου φωνάζεις.
Πείσματα και πεισματικά εμένα μη μου κάνεις,
γιατί ΄μαι λεύτερο πουλί και φεύγω και με χάνεις.
Καινούργια αγάπη και παλιά με βάλανε στη μέση,
γυρίζω βλέπω την παλιά, καινούργια δεν μ' αρέσει.
Τη μάννα σου τη μάϊσσα ρακή θα την ποτίσω,
να πέσει ν' αποκοιμηθεί, να σε γλυκοφιλήσω.
Άνοιξε τα΄αχειλάκι σου και πε μου μιαν αλήθεια,
με τα σωστά σου μ΄αγαπάς για με τα παραμύθια
Με τα σωστά μου σ΄αγαπώ και μ΄όλα μου τα μέλη,
και την καρδιά μου αρώτηξα και μούπε εσένα θέλει.
Βάρκα θέλω ν΄αρματώσω με σαρανταδυό κουπιά
με σαράντα παλληκάρια να σε κλέψω μια βραδιά.
Πέρδικά μου πλουμισμένη που στα δάση πορπατείς,
δίχτυα ξόβεργα θα ρίξω, να περάσω να πιαστείς.
Χίλιες φορές δοκίμασα να φύγω μακριά σου,
αλλά εσύ δεν μ΄ άφηκες με τα πλανέματά σου.
Σαν τη μαρμαροκολόνα στέκεις μες στην εκκλησιά,
και μαραίνεις παλληκάρια, νέους, γέρους και παιδιά.
Σύρε να πεις στη μάννα σου για μένα να μη λέει,
για θα σε κλέψω μια βραδιά να κάθεται να κλαίει.
Του καταράχτη το νερό, βρέχει δε βρέχει τρέχει
το τσάρλεστον φουστάνι σου μαραζωμένο μ'έχει.
Τραγούδια της ξενιτιάς
Ο μισεμός είναι καμός, το έχε γεια είναι ζάλη
και το καλώς ορίσατε είναι χαρά μεγάλη.
Στα νιάμερα της Παναγιάς θ' ανάψω μια λαμπάδα,
να φέρει το πουλάκι μου αυτή την εβδομάδα.
Όλοι μου λένε γιάντα κλαις, κι αν κλαίω ποιον πειράζω,
πόχω παιδιά στην ξενητιά και βαριαναστενάζω.
Όσο θωρώ τη θάλασσα, θαρρώ πως είναι Χάρος,
μου'πηρε τα παιδάκια μου δεν έχω άλλο θάρρος.
Ο ξένος μες στην ξενητιά, σαν το πουλί γυρίζει,
σαν το βασιλικό που ανθεί και πάλι δεν μυρίζει.
Ο μισεμός είναι καμός, χίλια φαρμάκια φέρνει,
γίνεται Χάρος ζωντανός, κι ότι αγαπάς το παίρνει.
Φεύγω και παραγέλνω σου, στην πόρτα μη καθίσεις,
βασιλικό μη μυριστείς κι άλλον μην αγαπήσεις.
Νά'ταν η θάλασσα στεριά, να την επερπατούσα,
να 'ρχόμουν να σ' αγκάλιαζα και πίσω να γυρνούσα.
Θάλασσα πικροθάλασσα και πικροκυματούσα,
τα ψάρια σου είναι γλυκά, μα συ' σαι φαρμακούσα.
Φεύγεις και φεύγεις μάτια μου κι εμένα που μ' αφήνεις,
κρύο νεράκι θα γενώ στο δρόμο να με πίνεις.
Φεύγεις και φεύγει η όψη μου, πού πας παρηγοριά μου,
πού πας κλειδί τση μέσης μου και στύλε τση καρδιάς μου.
Τση θάλασσας τση έταξα μεταξωτές κορδέλες,
να φέρει το πουλάκι μου σε δεκαπέντε μέρες.
Τση θάλασσας τα κύματα πατώ και δεν βουλούνε,
το μέρος που μιλούσαμε το βλέπω και λυπούμαι.
Όταν μου είπες έχε γεια γυαλένιε μαστραπά μου,
μ΄ εξήντα τέσσερα κλειδιά μού' κλεισες την καρδιά μου.
Εσύ από κει πικραίνεσαι κι εγώ από δω λυπούμαι,
τάξε κερί στην Παναγιά κι ίσως ανταμωθούμε.
Ω θάλασσα μου γερανιά και κύμα μου γαλάζιο,
φέρε μου το πουλάκι μου να μην αναστενάζω.
Τραγούδια του γάμου
Νύφη μου καλορίζικια, να ζήσεις να γεράσεις,
και του Αβραάμ τα καλά στα χέρια σου να πιάσεις.
Νύφη μου καλορίζικια να ζήσεις να γεράσεις
και να σ΄αξιώσει ο Θεός δισέγγονο να πιάσεις.
Νύφη μου καλορίζικο το πρώτο ζυμωτό σου,
ανθόσκονη τ' αλεύρι σου και μόσκος το νερό σου.
Γαμπρέ μου καλορίζικε, καλή είν΄κι η πεθερά σου,
καλό είναι και το ταίρι σου και η συγγενολογιά σου.
Νύφη μου βέργα μάλαμα, γαμπρέ μου βέργα ασήμι,
ταιριάξατε στην ομορφιά και στην αξιοσύνη.
Η νύφη είν' η Βενετιά και ο γαμπρός η Πόλη,
κουμπάρος και κουμπάρισσα τση Χιός το περιβόλι.
Ένα τραγούδι θε να πω, απάνω στο τραπέζι,
να ζήσει η νύφη κι ο γαμπρός και όλοι οι συμπεθέροι.
Ένα τραγούδι θε να πω απάνω για την τύχη,
χαρά στα μάτια του γαμπρού που διάλεξαν τη νύφη.
Η μέρα η σημερινή ωσάν αυγή μου εφάνη,
που είδα στα παιδάκια μου, ολόχρυσο στεφάνι.
Έλα Χριστέ και Παναγιά με το Μονογενή σου,
στ' αντρόγυνο που έγινε να δώσεις την ευχή σου.
Ένα τραγούδι θε να πω, βοήθα Παναγιά μου,
γιατί 'δα τ΄αδελφάκια μου και χάρηκε η καρδιά μου.
Ένα τραγούδι θε να πω, επάνω στο ρεβύθι,
να ζήσει η νύφη κι ο γαμπρός και του κουμπάρου ας λείπει...
Νύφη στο σπίτι που θα πας, στ΄ανώγια στα κατώγια,
την πεθερά σου ν΄αγαπάς και να' χεις λίγα λόγια.
Μα πρέπει και η πεθερά να' ναι ενθουσιασμένη,
γιατί ΄ναι και η νύφη μας, άξια και παινεμένη.
Όπως ασπρίζει το βουνό το Μάρτη με τα χιόνια,
έτσι ν' ασπρίσετε κι εσείς απ΄τα πολλά τα χρόνια.
(Τα τραγούδια είναι παρμένα από το λαογραφικό υλικό που περιέχεται στη συλλογή 04176 του Λαογραφικού εργαστηρίου του Πανεπιστημίου Αθηνών, με τον τίτλο: «Λαογραφικό υλικό από το χωριό Τρίποδες Νάξου, 1981, Συλλογέας Δρυ Ιωάννα».Η παραπάνω συλλογή έχει βραβευθεί από την Ακαδημία Αθηνών).
Πρωτοχρονιάτικα Κάλαντα
Αρχη-μηνιά κι αρχη-χρονιά
ψηλή μου δενδρολιβανιά
κι αρχή (2) καλός μας χρόνος
εκκλησιά (2) με τ'άγιο θρόνος
Αρχή που βγήκε ο Χριστός
Άγιος και πνευματικός
στη γή (2) να περπατήσει
και να μας (2) καλοκαρδίσει
Άγιος Βασίλης έρχεται
και δεν μας καταδέχεται
από (2) την Καισαρεία
'συ 'σαι αρχό (2) ντισσα κυρία
Βάστα εικόνα και χαρτί
ζαχαροκάντιω ζυμωτή
χαρτί (2) και καλαμάρι
δες και με (2) το παληκάρι
Το καλαμάρι έγραφε
την μοίρα του την έλεγε
και το (2) χαρτί ομίλει
άσπρε μου (2) Άγιε Βασίλη
Βασίλη απ' όθεν έρχεσαι
και δεν μας καταδέχεσαι
κι από (2) όθεν κατεβαίνεις
και δεν μας (2) εσυντυχαίνεις;
Από της μάνας μ'έρχομαι
μα εγώ σας καταδέχομαι
και στο (2) σχολειό μου πάω
δε μου λέ (2) τε τι να κάμω
Κάτσε να φάς κάτσε να πιείς
κάτσε τον πόνο σου να πείς
κάτσε (2) να τραγουδήσεις
και να μας (2) καλοκαρδίσεις
Μα εγώ γράμματα μάθαινα
τραγούδια δεν εμάθαινα
τραγού (2) δια δεν ηξέρω
να 'ρθω τζό (2) για μου να σε βρω
Κι αν δεν ηξέρεις γράμματα
ελληνικά σπουδάγματα
πες μας (2) την αλφαβήτα
πως επέ (2) ρναγες τη νύχτα
Χλωρό ραβδί, ξερό ραβδί
άσπρο σταφύλι ροζακί
χλωρά (2) βλαστάρια πέφταν
ροδοκό (2) κκινη βιολέτα
Κι απάνω στα βλαστάρια της
και στα περικλωνάρια της
Περδί (2) κες καλαηδούσαν
τζόγια μου (2) και σε ξυπνούσαν
Δεν ήταν μόνο πέρδικες
γαρυφαλλιές λεβέντικες
μόν'και (2) περιστεράκια
μαύρα μου (2) γλυκά ματάκια
Κατέβηκεν η πέρδικα
που περπατεί λεβέντικα
να βρέ (2) ξει το φτερό της
διατί (2) τόση σκληρότης
Και βρέχει τον αφέντη μας
τον μπέη, τον λεβέντη μας
τον πο (2) λυχρονεμένο
και στον κό (2) σμο ξακουσμένο
Πολλά είπαμε τ'αφέντη μας
ας πού (2) με της κυράς μας
της καλής (2) νοικοκυράς μας
Κυρά μαρμαροτράχηλη
και βλα (2) σταρολαιμούσα
όταν σε γέννα η μάνα σου
όλα (2) τα δέντρα ανθούσαν
και τα πουλιά του ποταμού
κι εκεί (2) να κελαηδούσαν
Πολλά είπαμε και της κυράς
ας πού (2) με και της κόρης
Άν έχεις κόρη έμορφη
γραμμα (2) τικός τη θέλει
Άν είναι και γραμματικός
πολλά (2) προικιά γυρεύει
Γυρεύει αμπέλια ατρύγητα
κι αμπέ (2) λια τρυγημένα
γυρεύει και τη θάλασσα
με ό (2) λα τα καράβια
Γυρεύει και τον κυρ-Βοριά
να τα (2) καλαρμενίζει
Πολλά είπαμε της κόρης μας
ας πού (2) με και του γιού μας
Άν έχεις γιό στα γράμματα
και πιά (2) σει το ψαλτήρι
να τον αξιώσει ο Θεός
να βά (2) λει πετραχείλι
Πολλά είπαμε και του υιού
ας πού (2) με και της δούλας
Άν έχεις δούλα έμορφη
και βγεί (2) να μας κεράσει
να της ευχηθούμε όλοι μας
να ζή (2) σει να γεράσει
και ψωμί (2) να μη χορτάσει!!
Copyright:© 2010 Σύλλογος Τριποδιωτών Νάξου "Η Βίβλος" και Πολιτιστικός Μορφωτικός Σύλλογος Νέων