Αρχιτεκτονική
Χάρη στον πλούτο που διαθέτουν σήμερα οι Τρίποδες, εξαιτίας του πατατόσπορου, το χωριό έχει πολλά καινούργια σπίτια και τα περισσότερα παλιά είναι ανακαινισμένα. Έτσι ελάχιστες μαρτυρίες από το παλιό χωριό υπάρχουν σήμερα. Είναι οι εκκλησίες του, οι παλαιοί πύργοι και ορισμένα ακόμα παλιά σπίτια που εξακολουθούν να μάχονται με το χρόνο. Σε μερικά από τα μνημεία και τα σπίτια αυτά υπάρχουν ορισμένες επιγραφές σε υπέρθυρα και μαρμάρινα ανάγλυφα που μαρτυρούν την παλιά ιστορία των κτητόρων τους.
Σε σημερινά σπίτια του χωριού, πάνω σε ανάγλυφα μαρμαράκια με εγχάρακτους σταυρούς σώζονται επιγραφές με τα ονόματα παλαιών ιερέων και διαφόρων οικογενειών. Η επιγραφή IC ΧΡ NIKA, 1841. MAI. 2 BEN ΡΕΦ. υποδεικνύει το σπίτι του παλιού ιερομονάχου της Παναγίας της Τριποδιώτισσας Βενέδικτου Ρεφενόπουλου.
Παραδίπλα σε ένα ακόμα παλιό σπίτι που φημολογείται πως πρόκειται για το σπίτι του Τριποδιώτη λόγιου και ποιητή Μιχαήλ Ευστ. Μαργαρίτη, ωραία ανάγλυφη παράσταση τρούλου εκκλησίας με σημαιούλες επιγράφει: ΑΡΧΗ ΣΟΦΙΑΣ ΦΟΒΟΣ ΚΥΡΙΟΥ ΜΕΓΑΡΟΝ ΤΟΔΕ ΕΚ ΒΑΘΡΩΝ ΕΥΣΤΑΘΙΟΣ ΑΝΕΓΕΙΡΕΝ ΜΑΡΓΑΡΙΤΗΣ ΕΝ ΕΤΕΙ ΑΩΞΘ
Κοντά σε αυτά τα σπίτια ανακαλύφθηκε άλλο ένα σπίτι με μία ακόμα επιγραφή σε ανάγλυφο με σταυρό του 1813 που έχει ώς εξής: 1813, Ιουλίου 15. ΔΙΕΞΟΔΩΝ ΚΑΙ ΔΑΠΑΝΗΣ ΤΟΥ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΒΗCΑΡΙΩΝ(OC) ΙC ΧΡ(ΝΙΚΑ). Δεν είναι γνωστό αν η επιγραφή αυτή ήταν εξ αρχής στο ανακαινισμένο αυτό σπίτι ή μεταφέρθηκε από αλλού. Οπωσδήποτε όμως πρόκειται για τον γνωστό στους παλιούς Τριποδιώτες Βησσαρίωνα, που η σωρός του βρίσκεται ακόμα εντοιχισμένη στον τοίχο του προαυλίου της Παναγίας της Τριποδιώτισσας. "Του Βησσαρίου οι δαχτύλες", λέγανε οι παλιοί, άμα θέλανε να φοβίσουν τα άτακτα παιδιά. "Κάτσε καλά για θα σε φάνε του Βησσάριου οι δαχτύλες". Αυτό το λέγανε γιατί ο τοίχος που ήταν θαμμένος ο Βησσάριος είχε φθαρεί κι από το ένα μέρος του εξείχαν τα σκελετωμένα δάχτυλα του άτυχου ιερομόναχου.
Το παραδοσιακό Τριποδιώτικο σπίτι
Τα σπίτια του χωριού είναι κατάλευκα, ασπρισμένα με ασβέστη, άλλα δίπατα και άλλα ισόγεια, ενώ ελάχιστα είναι αυτά που σώζονται με τα παραδοσιακά νησιώτικα χωματοδώματα. Τα παλιά χρόνια, υπήρχε πέτρινος κύλινδρος που τον κυλούσαν το χειμώνα πάνω στα δώματα (ταράτσες), για να γίνεται το χώμα συμπαγές και να μην το διαπερνά εύκολα η βροχή. Οι κάτοικοι επίσης φρόντιζαν να μεταφέρουν χώμα από τη λίμνη, με το οποίο έφτιαχναν πηλό, που χρησιμοποιούσαν ώς στόκο για το κλείσιμο των ρωγμών.
Τα σπίτια όλα ήταν πέτρινα, με χωμάτινα πατώματα. Tη στέγη τη βαστούσαν ξύλινα δοκάρια (τράβες), που έφταναν από τον έναν τοίχο στον άλλο. Ανάμεσα στη στέγη και τις τράβες βάζανε καλάμια στη σειρά και πάνω από αυτά φύκια από τη θάλασσα για μόνωση. Τα πατώματα ήτανε χωμάτινα και τα σκούπιζαν με τις σαρωνιές (σκούπες).
Το παλιό παραδοσιακό Τριποδιώτικο σπίτι αποτελείτο από το μαγερειό, τη σάλα και την κάμαρα. Το μαγερειό ήταν το μεγαλύτερο από τα δωμάτια του κάθε σπιτιού, αφού σε αυτό κυρίως βολευόταν νύχτα και μέρα η οικογένεια. Εκεί βρισκόταν το ψηλό τζάκι (καμνάδα) με τον ανεφανό (καμινάδα), που χρησίμευε μονάχα για το μαγείρεμα, γιατί ο χειμώνας του χωριού ήταν γλυκός και δεν χρειαζόταν άλλο τζάκι για ζεστασιά. Ένα μαγκαλάκι με χόβολη ήταν αρκετό για τις βαρυχειμωνιές. Στο μαγερειό, δίπλα στο τζάκι (καμνάδα), υπήρχε η λαηνοθήκη. Εκεί βάζανε τη λαήνα (στάμνα) με το νερό από το πηγάδι, πάνω σε μια αστοιβή, για να διατηρείται δροσερό. Από το ταβάνι κρεμούσαν το φανάρι, μέσα στο οποίο έβαζαν το μαγειρεμένο φαγητό.
Πάντα βρισκόταν στημένος μέσα σε κάθε μαγερειό ο ξύλινος αργαλειός, το μάγγανο για το μπαμπάκι, αφού είχε πολλή παραγωγή το χωριό τα παλιά χρόνια και σε μία γωνία βρισκόταν ο ροός. Ο ροός ήταν μιά χτισμένη στέρνα, την οποία χρησιμοποιούσαν για να αποθηκεύουν τα γεννήματα. Την σκέπαζαν με καλαμωτή ή τάβλες, για να την χρησιμοποιούν και για κρεβάτι.
Όπου ήταν πιο βολικά για το σπίτι, πίσω από το μαγερειό ή κάπου μέσα στην αυλή, βρισκόταν και το κελάρι, η αποθήκη δηλαδή που ήταν φυλαγμένες οι σοδειές, τα μπαλότα με τα καπνά, οι πατάτες και τα μαγειρέματα. Στο κελάρι, σε μια γωνιά βάζανε τις μεθήρες, όπου αποθήκευαν το στάρι, τα όσπρια, το κρασί και το λάδι.
Εκτός από το μαγερειό, τα άλλα δωμάτια του σπιτιού ήταν η σάλα και οι κάμαρες. Στο κεντρικό δωμάτιο, τη σάλα, κεντρική θέση είχε ο σοφάς, ο καναπές, στολισμένος πάντα με ειδικά υφαντά σεντόνια και στην άκρη του σοφά, ο κεντημένος με κοφτό κέντημα γύρος, με την πλούσια δαντέλα στην άκρη. Πάνω από τα σεντόνια έμπαινε το υφαντό χράμι και οι μαξιλάρες, που ήτανε κεντημένες με βυζαντινή βελονιά, ανεβατό ή ρίζα. Στον τοίχο πάνω από το σοφά βάζανε την πάντα, μια κεντημένη υφαντή πετσέτα, για στολίδι και πιο ψηλά, πολλές φορές, έναν καθρέφτη με ξύλινη κορνίζα. Σε πολλά σπίτια στη σάλα υπήρχε ένας μεγάλος βόρτος (καμάρα), που χρησίμευε ως στήριγμα της στέγης.
Στην κάμαρα, το καμαράκι, υπήρχε το χτιστό πέτρινο κρεβάτι, ο ροός, που συχνά χρησίμευε και ως αποθηκευτικός χώρος για τα γεννήματα (το κριθάρι). Στα πιο πλούσια σπίτια που ήταν δίπατα, η κάμαρα ή οι κάμαρες ήταν στο δεύτερο όροφο, που συνδεόταν εσωτερικά με το κάτω μέρος του σπιτιού με μια ξύλινη σκάλα (γκλαβανή).
Τα παράθυρα των σπιτιών είχανε από πάνω βόρτους, άνοιγαν εσωτερικά και στολίζονταν με κεντημένους μπερντέδες (κουρτινάκια). Οι πόρτες ήτανε ξύλινες, χωρισμένες στη μέση, ώστε να μπορεί το επάνω μέρος να ανοίγει ανεξάρτητα και να μπαίνει αέρας και φως. Η κεντρική πόρτα ήταν συνήθως δίφυλλη, με τη μια πλευρά της ενιαία και την άλλη διπλή. Οι πόρτες άνοιγαν με το μάνταλο και έκλειναν εσωτερικά με σύρτες.
Στην αυλή, εκτός από το μπουντί (τη βεράντα με το πέτρινο πεζούλι), υπήρχε το στερνί, όπου οι γυναίκες πλένανε τα ρούχα με την κοπανίδα και το φουρναριό, όπου έψηναν το ψωμί, τα φαγητά ή τα γλυκά.
Υφαντική
Μία από τις παραδοσιακές ασχολίες των γυναικών ήταν η υφαντική, αφού οι ίδιες φτιάχνανε τα ρούχα και τα σκεπάσματα του σπιτιού. Έτσι στα πιο πολλά σπίτια του χωριού υπήρχε αργαλειός, που στη Νάξο τον λένε κρεβαταριά. Οι ίδιες οι γυναίκες επεξεργάζονταν αρχικά το μαλλί από το κούρεμα των προβάτων, το οποίο αφού έπλεναν και το έξεναν με τα χέρια, το κάνανε σκαμάκια και το περνάγανε στην αλεκάτη, ένα καλάμι κομμένο στην πάνω μεριά για να περνάει το μαλλί. Μετά το κλώθανε με το αδράχτι κι όταν αυτό γέμιζε φτιάχνανε αλιάδια. Το βαμβάκι πάλι, αφού το βάζανε στον ήλιο να φουσκώσει, στη συνέχεια το βάζανε στο μάγγανο και το ξεμαγγανίζανε και μετά πιάνανε το δοξάρι και το στοιβάζανε. Το τυλίγανε κι αυτό μετά αφού το ξένανε στις αλεκάτες και το γνέθανε με το αδράχτι.
Ο αργαλειός ήταν μια απλή κατασκευή απο ξύλο με τη μορφή χονδρών σανίδων ή ορθογώνιας διατομής μακρόστενων καδρονιών. Πάνω σε ένα κυλινδρικό εξάρτημά του τύλιγαν την κόκκινη κλωστή που χρησιμοποιούσαν ως βάση για την ύφανση και την ονόμαζαν στημόνι. Όλες αυτές οι κλωστές απλώνονταν από τον κύλινδρο σε δεκάδες παράλληλα ζεύγη προς έναν άλλο κύλινδρο, ίδιο με τον προηγούμενο, που βρισκόταν στο αντίθετο μέρος του αργαλειού, εμπρός από τη θέση του ατόμου που τον χειριζόταν. Όλα τα παράλληλα ζεύγη του στημονιού περνούσαν μέσα από δύο χτένια που βρίσκονταν το ένα εμπρός από το άλλο και πιο συγκεκριμένα, οι μισές περνούσαν μέσα από το ένα και οι άλλες μισές μέσα από το άλλο. Έτσι πατώντας ένα μοχλό, τα χτένια μετακινούνταν το ένα προς τα πάνω και το άλλο προς τα κάτω δίνοντας τη δυνατότητα ανάμεσα από τις κλωστές (στημόνι) να περάσουν τις μάλλινες χοντρές, κλωστές που θα γίνονταν κουβέρτες ή στρωσίδια. Μετά από τα δύο αυτά χτένια το στημόνι περνούσε μέσα από ένα άλλο σκληρό και δυνατό χτένι που οι άκρες του κρέμονταν με δύο λεπτές σανίδες από το πάνω μέρος της κατασκευής, παρέχοντάς του τη δυνατότητα να μπορεί να κινείται όλο το χτένι παράλληλα με τις κλωστές του στημονιού ακολουθώντας τη φορά του. Κάθε φορά που περνούσαν τη μάλλινη κλωστή, με αυτό το σκληρό χτένι χτυπούσαν, κινώντας το μπρος-πίσω με δύναμη, τη μάλλινη κλωστή να πάει πολύ κοντά στην προηγούμενη που είχαν περάσει. Αυτό το χτύπημα ήταν το χαρακτηριστικό χτύπημα του αργαλειού που έχει εμπνεύσει και λαϊκούς ή δημοτικούς δημιουργούς. Για να γίνει μια κουβέρτα ή ένα χράμι χρειαζόταν πολλές ώρες δουλειάς.Στον αργαλειό κάθονταν οι κοπέλες για πολλές ώρες και φτιάχνανε τα προικιά τους ή οι γυναίκες τα στρωσίδια ή τα ρούχα της οικογένειάς τους.
Πολλά είναι τα τραγούδια που αναφέρονται σ' αυτόν :
-Στην κρεβαταριά που φαίνω, ό,τι κάνεις το μαθαίνω
-Ντούκου, ντούκου ο αργαλειός μου, ντούκου κι έρχεται ο καλός μου
Copyright:© 2010 Σύλλογος Τριποδιωτών Νάξου "Η Βίβλος" και Πολιτιστικός Μορφωτικός Σύλλογος Νέων