vivlosfotoΔήμος Νάξου
Αρχική Σελίδα Επικοινωνία





















Ο Πύργος της Πλάκας

Τοπογραφία

Όπως κατεβαίνουμε από τις Τρίποδες το δρόμο που οδηγεί στον πύργο, αριστερά μας βρίσκεται η λοφοσειρά του Καστελιού και του Κορκιδακιού και δεξιά οι λοφοσειρές, 'τα χάλαρα', του Κάρμπου και του Στρούμπουλα. Ανάμεσα σ' αυτές τις δύο λοφοσειρές απλώνεται η γραφική κοιλάδα του Καταρράχτη και της Πλάκας, ώς κάτω στη θάλασσα. Η όλη περιοχή συνδέεται στενά με τον Πύργο της Πλάκας, ιδιαίτερα το απέναντι 'Καστέλι', η περιοχή των Κεχρεών καθώς και η περιοχή του Αγ. Ματθαίου.


Ονομασία

Ο Πύργος της Πλάκας είναι ακόμη γνωστός με τις εξής ονομασίες: 'Ο Παλιόπυργος', 'Ο Παλιόπυργος της Πλάκας', 'Ο Πύργος του Στρούμπουλα', από τον παρακείμενο λόφο, ' Ο Πύργος της Τρυγόνας', από τα διπλανά χωράφια της Τρυγόνας, και 'Ο Πύργος της Αριάδνης'.


Περιγραφή

pyrgos plakas

Μεγαλόπρεπος, έρημος - σαν ξεχασμένο παραμύθι - κι ερειπωμένος υψώνεται αιώνες τώρα στην Πλάκα, στους πρόποδες ακριβώς του Στρούμπουλα και του Κάρμπου, ο παλιόπυργος της Πλάκας. Από ολόκληρο τον τετράγωνο πύργο, σώζονται τώρα τα θεμέλια και το βορεινό τείχος του, αγκαλιασμένο προστατευτικά από μία πρασινάδα που πασχίζει, λές, να στηρίξει τα τελευταία απομεινάρια του. Στο τείχος αυτό διακρίνονται το παράθυρο και η πολεμίστρα και σκαλοπάτια φυτευτά, που ανεβάζουν σε άλλες μικρότερες πολεμίστρες. Οι 'τεσσαρακάντουνες' πέτρες του πύργου είναι πελώριες - 2μ x 0,50εκ - ενώ υπάρχουν και άλλες μικρότερες, τόσο που να απορεί κανείς με ποιά μέσα μεταφέρθηκαν από τα κοντινά λατομεία.

Οι παραδόσεις δίνουν την δική τους απάντηση στο ζήτημα αυτό. Τα μεγάλα αγκωνάρια του πύργου απλώνονται γύρω του, αγκαλιασμένα από σκοινιές κι αγκάθια. Ερειπωμένος ο πύργος αγναντεύει από το ύψωμά του το απέναντι Καστέλι - προς το οποίο παλιότερα έστελνε τα σινιάλα του, για την εμφάνιση των πειρατών - δέχεται τα χάδια των μελτεμιών της θάλασσας της Πλάκας και περιμένει ξανά - όπως το θέλει η παράδοση - το καϊκι της Αριάδνης να φανεί. Και το καϊκι βέβαια δεν θα έρθει πιά, αφού οι κάτοικοι λίγο παρακάτω βρήκαν το 'μνήμα της Αριάδνης'. Τα γύρω στον Πύργο αμπέλια δηλώνουν την παρουσία του Βάκχου και θυμίζουν τον γάμο της με τον θεό του κρασιού, από τον οποίο γεννήθηκε ο Στάφυλος και ο Οινοπέας, προσωποποιήσεις των πλουσίων αμπελιών του νησιού μας.


Ιστορία

pyrgos plakas

Ποιά όμως είναι η πραγματική του ιστορία και σε τι χρησίμευε ο Πύργος της Πλάκας; Για να απαντήσουμε στο θέμα αυτό μας βοηθάει η ύπαρξη παρόμοιων πύργων, στρογγυλού σχήματος, σε άλλες παραθαλάσσιες περιοχές στα νοτιοδυτικά παράλια του νησιού και συγκεκριμένα στις Αμμοδάρες και στον Πάνορμο. Για το ρόλο, τη χρονολόγηση και τη χρησιμότητα των πύργων αυτών - καθώς και άλλων παρόμοιων, σε άλλα κυκλαδίτικα νησιά, αρκετά διαφωτιστική είναι η μελέτη του Ιακ. Χ. Δραγάτση. Κατά τον Δραγάτση, οι πύργοι αυτοί χρησίμευαν σαν 'φρυκτωρίες', από τις οποίες ανάβοντας φωτιές, σινιάλα, ειδοποιούσαν οι βιγλάτορες (οι παρατηρητές) το εσωτερικό του νησιού για τον κίνδυνο των επερχόμενων πειρατών.

Οι πύργοι δηλαδή που ήταν κοντύτερα στη θάλασσα άναβαν φωτιές, σινιάλα - οπτικός τηλέγραφος - όταν έρχονταν πειρατές, και ειδοποιούσαν τους πλησιέστερους πύργους ή κάστρα κι αυτοί πάλι τα άλλα στο εσωτερικό του νησιού. 'Ετσι η είδηση πως 'κουρσάροι πλάκωσαν' περνούσε σαν αστραπή και μαθευόταν σε λίγο από τη μία άκρη του νησιού στην άλλη.


Παράδοσεις

Πέρα όμως από την ιστορία και την αρχαιολογική του αξία, ο παλιόπυργος της Πλάκας με τις τεράστιες 'τεσσαρακάντουνες' πέτρες των τείχων του, τις πολεμίστρες και την μοναξιά του ήταν φυσικό να προκαλέσει το θαυμασμό των γύρω κατοίκων του νησιού και να γίνει θρύλος.

"Εκείνα τα χρόνια, τα παλιά, λέγανε ότι τον έκτισαν οι Κύκλωπες", λένε κάτοικοι από τις Τρίποδες. Σε κοντινή πάντως απόσταση, εκατό μέτρα από τον Πύργο, σώζονται ακόμη σήμερα τα αρχαία λατομεία - με τις ακατέργαστες 'τεσσαρακάντουνες' πέτρες - από τα οποία οι παλιοί κάτοικοι προμηθεύτηκαν την πέτρα για το χτίσιμο του πύργου.

Γνωστότερη όμως σε όλο το νησί, με πολλές παραλαγές, είναι η παράδοση του Ν. Πολίτη, που συνδέει τον πύργο της Πλάκας με το υδραγωγείο των Καμπόνων, σαν στοιχήματα που έβαλε ο παλιός βασιλιάς της Νάξου, για το γάμο της κόρης του, στα δύο βασιλόπουλα, τους μνηστήρες της.

"Σε τούτο εδώ το νησί τον παλιό καιρό ήταν ένας βασιλέας κ' είχε μία μοναχοθυγατέρα, όμορφη σαν το κρύο νερό και την αμουρουζεύγουντανε δύο λεβέντες εκείνου του καιρού. Η βασιλοπούλα έσωσε να λάβει περισσότερη κλίση στον ένα, αν και ήτανε και οι δύο όμορφοι και ξακουστοί στην αντρεία, μα σαν εσπλαχνική που ήταν δεν αποκοτούσε να τον πάρει άντρα για να μή ψυχράνει τον άλλον. Ήτανε το λοιπόν σε μεγάλη συλλοή και έλιωνε σαν το κερί και το πλειότερο πούβλεπενε πως τα παλληκάρια ηρχίσανε ν' αντιζηλεύγουνταινε κ' ήτανε φόβος να μη σφαούνε ανεμεσοθιό τωνε.

Ο βασιλέας, ο πατέρας τση, μέσ' τα πολλά που τη ψάρευγενε, τση άρπαξενε το μυστικό, και σαν γνωστικός καμώθηκε πως τάχατες δεν κατάλαβε τίοτις και με τρόπο γύριζει την κουβέντα και τση λέει: «Από καιρό, κόρη μου, νοιώθω τον ημαυτό μου πολύ χαμένο. Έχω ανάγκη ν' αλλάζω το αγέρι μου, ίσως και καλυτερέψω. Απόφασισα το λοιπό να χτίσω έναν πύργο στην εξοχή να βγαίνομεν κάθε καλοκαίρι μαζί, να χαιρούμαστενε τα κάλλη τση εξοχής. Είμαι γέρος πλιά, κόρη μου, και όμως πολύ το πεθυμώ να ζώ να καμαρώνω, όχι άλλο τίποτις, γιατί άλλο δεν έχω, αφού πέθανεν η μάνα σου, παρά μόνον εσένα, τα μάτια μου και το φώς μου». Αυτά τσ' είπε και τηνε φίλησενε στα μάτια. Ύστερα άφου εσφούλιξε τα δάκρυα πούχαν τα μάγουλα του, τση λέει: «Επειδήτες όμως αυτός ο πύργος θέλω νάχει και κάποια αξία σαν κάθε σπάνιο και ξακουστό πράμα, έβγαλα ένα ορισμό πως έχω να κάμω δύο μεγάλες δουλειές. Πρώτο είναι να χτίσω έναν πύργο όλο από τεσσαρακάντουνες πέτρες και το δεύτερο να φέρω με χτιστό ναό στη χώρα το νερό από τσι Κάμπονες. Όμως και οι δυό αυτές εργασίες να γίνουνε σε μιά μέρα, κι όποιος βρεθεί να τελειώσει μιά απ'αυτές πρωτύτερα από τον άλλο και προφτάξει πρώτος στο παλάτι μου, αυτός, κόρη μου, να γίνεται γιός μου και να χαίρεσαι μαζί του το βιός μου».

Να μην τα πολυλογούμε, σαν ήκουσεν η βασιλόπουλα όλα αυτά, εχάρηκε από μέσα της, γιατί συλλογίστηκε πως τέτοιες δουλειές δεν ήταν βολετό παρά να τσι μπαρκιαστούνε τα δύο εκείνα παλληκάρια και επειδή το ένα πάντα θα πέρναγε το άλλο στη δουλειά, θα κέρδιζεν το στοίχημα και το άλλο δεν θα τσήχενε παράπονο. 'Ετσι τόπενε και έτσι τόκαμεν ο βασιλέας.

Ας έρθωμενε τώρα στα παλληκάρια. Σαν ήκουσαν τον ορισμό του βασιλέα, βρήκε το ένα το άλλο και συμφωνήσανε το ένα να χτίσει τον πύργο και το άλλο τον ναό του νερού. Το παλληκάρι που ήταν να χτίσει τον πύργο, ώρα τσικαλιού είχε κομμένες και πελεκημένες τσι πέτρες και ήρχισεν το χτίσιμο μα από την πολλή κούραση πρίστηκεν το στομάχι του. Η αδερφή του, που στεκούτανε αγνάντια κ' έκανε την αλεκάτη τση, τον ελυπήθηκε και χωρίς να συλλογιστεί πως ήτανε βαρεμένη ήρχισε να του πασάρει αυτές τσι θεόρατες πέτρες και έτσι με τη βοήθεια τση αποτέλειωσε τον πύργο νωρίς ακόμη, μόλις ήθελενε ένα κονταρόξυλο να βασιλέψει ο ήλιος.

Το βάζει τότε στα ποδάρια και μιά και δυό και για το παλάτι. Μόλις όμως επλησίασεν, συλλογίστηκε πως εξέχασεν απίσω τα σιδερικά του, όπως ο βασιλέας είχε προστάξει να τα φέρουνε μαζί. Τι να κάμει τότες, να στραφεί απίσω να τα πάρει; θα αργοπορούσενε, να μη γυρίσει; θα 'χανε το κορίτσι, αμπρός γκρεμό και πίσω θάλασσα, του 'ρθε να παραλογιάσει. Γυρίζει πίσω μονομιάς κ' ώστε να πείς Αμή, φτάνει στον Πύργο, παίρνει τα σιδερικά και μιά και για το παλάτι μονανεπνιάς.

Το ίδιο εσυνέβηκενε και στο άλλο παλλήκαρι, σαν ετελείωσεν κι' αυτό τον ναό, αρπά τα σιδερικά του και σαν τον αούδουρα τρέχει στο παλάτι. Μα τα αρίζικα, ποιός ήθελε τους πεί τι τους εφύλαγεν η μοίρα των απίσω. Ο νούς κι ο λογισμός των και των εδυονών ήταν στη βασιλοπούλα κι έτρεχαν ν' αποχτήσουν τιμές και παλάτια κι ο μαύρος Χάρος ήταν έτοιμος μ' ένα χτύπημα ν' αρπάξει και των δυό τη ζωή. Σαν επλησίαζε το παλληκάρι του πυργού στο παλάτι αλλαξοπροσωπιασμένο από το τρεχιό και την κούραση, βλέπει το άλλο παλληκάρι έτοιμο να πατήσει το πρώτο σκαλοπάτι. Μ'ένα σάρτο το φτάνει και γυρεύγει να το προσπεράσει, μα το άλλο δεν τ' αφήνει. Τσακώνονται στα χέρια κι αγριεμένα σαν λιοντάρια, πολεμούνε να ξεσκιστούνε. Η βασιλοπούλα που ήταν στο παράθυρο και με καρδιοχτύπι καρτέρανε να δεί ποιός από τσι δυό τση μέλλουντανε, σαν είδε τα παλληκάρια κ' επιαστήκανε, έτρεξε να τα ξεχωρίσει, μα 'τση τύχης τα γραμμένα δεν παρέρχεται κανένα'. 'Οσο να προλάβει κάτω στη πόρτα, ο Χάρος έτρεξε πρωτύτερα. Τα δυό παλληκάρια, μεσ' το αίμα βουτημένα, ήτανε ξαπλωμένα σα θεριά στου παλατιού το κατώφλιο.

Τέτοιο τέλος ελάβανε τα καμένα. Η βασιλοπούλα από τη λύπη της πως έγινε αφορμή να χαθούν δυό νέοι σαν κ' εκείνοι, ορκίστηκε να μην έμπει πλιά στο κόσμο, παρά σα γραμματιζούμενη κοπέλα που ήτανε, ήρθε σαν επέθανε ο πατέρας τση και κατοίκησε στον πύργο ετούτο και τον έκαμε μαντείο και γίνηκε κι αυτή προφήτισσα. Κάθε βράδυ το λοιπόν σαν ήτανε αστροφεγγιά εντύνουνταν με ρούχα άσπρα, κάτασπρα σαν τα γάργαρα του ήλιου κι ανέβαινε στην κορφή του πύργου, που είχεν ένα σκαμνί πολύ μεγάλο με τρία ποδάρια και κάθιζενε και έβλεπενε τ' άστρα με τη Σολωμονική στο χέρι ολονυχτίς.

Τάμου πάλι αρχίνανε να κάνει πως ροδίζει, να σου την και κατέβαινε κ' έλεγεν εις τον καθένα το τι ήθελα να του τύχει στη ζωή του, χωρίς ποτές τση να λαθεύγεται σε τίοτις. Μα ύστερα από πολύ καιρό εβούλησεν μιά μέρα ο πύργος και από τότες η κοπέλα εγίνηκε ανεφταόρατη και δεν εξαναφάνηκενε πλιά, μηδέ η φανιά τση φανιάς τση.

Περάσοντας πάλι αρκετά χρόνια και σκάφτοντας εδεπά χάμω μιά μέρα τα βοσκαρούδικα κοπέλια ευρήκανε το τριπόδικο σκαμνί τση κοπέλας ολόγερο, σαν την ώρα που το καμεν ο μάστορης, και το φέρανε εκεί απο πάνω που είναι το χωριό μας και μαζώνουνταν πιά ο κόσμος να το θωρεί που ήταν ένα πανόραμα, και από τότες δα είναι που βγάλανε και το χωριό αυτό Τρίποδες.

Αγκαλά και να εγίνηκε ανεμορπή κι ανεφταόρατη η βασιλοπούλα από τόσες χιλιάδες μιλιούνια χρόνια, εντοσούτης όμως το στοιχειό τση κάθε βράδυ απόντας και επήρανε το τριπόδι τση, βγαίνει και γυροτριγυρίζει τα βουλίδια του πύργου και το γυρεύγει και δεν αφήνει χριστιανό να περάσει τη νύχτα, παρά τονε χαλά, άμα δε προφτάξει να κάμει το σταυρό του. Από τότες πολλοί είδαν την κοπέλα μεταμορφωμένη πολλών λογιών, πότε σαν τράφος, να μην αφήνει τα πρόβατα να περάσουν το βράδυ, πότε σαν καμπαναριό θεόρατο και πότε σαν ανέμη να σβουροκοπά σαν τα εφτά δαιμόνια απάνω στα χαλάσματα του πύργου".

Η παραπάνω παράδοση είναι πολύτιμη. Εκτός από τα στοιχεία που μας δίνει για το χτίσιμο του πύργου της Πλάκας, αναφέρεται και στην ετυμολογία του χωριού Τρίποδες. Με θαυμαστή ζωντάνια μας μιλά για το στοίχειωμα του πύργου, θυμίζοντας έτσι τα μεγάλα έργα (Γεφύρι της Άρτας κλπ.) της νεοελληνικής παράδοσης. Κατα την παράδοση αυτή είχε και η Νάξος το μαντείο της, τους Δελφούς και την Πυθία της. Αλλά και το μαντείο αυτό της Νάξου ακολούθησε την μοίρα του μαντείου των Δελφών.

Ίσως στο σημείο αυτό η Ναξιακή παράδοση να θέλει να υποδηλώσει το τέλος της ειδωλολατρίας στο νησί μας και την επικράτηση του χριστιανισμού. Το στοιχειό της βασιλοπούλας που εξακολουθεί να κατοικεί στα γκρεμισμένα τείχη του πύργου δεν συμβολίζει ίσως παρά την αντίδραση του αρχαίου κόσμου στη λησμονιά, τα μακρινά κατάλοιπα και τις απηχήσεις της ειδωλολατρίας στα έθιμα του λαού μας. Σήμερα πάντως από τον θρυλικό Πύργο της Πλάκας δεν σώζονται παρά τα τεράστια ερειπωμένα τείχη του.




Δείτε Φωτογραφίες >>


Valid HTML 4.01 Transitional Site Map | Privacy Policy | Powered by: © 2010 Ιωάννα Απειρανθίτου                     
Copyright:© 2010 Σύλλογος Τριποδιωτών Νάξου "Η Βίβλος" και Πολιτιστικός Μορφωτικός Σύλλογος Νέων