Λεξιλόγιο
Αγκωνάρι: μεγάλη ασήκωτη πέτρα
Αρδάχτι: ξύλινο εργαλείο με το οποίο κλώθανε το μαλλί
Αθανατοκουτσούρες: ξεροί κάκτος
Αλεκάτη: το ξύλο πάνω στο οποίο μαζεύεται πάνω το μαλλί
Αμουζουρεύγω: γλυκοκοιτάω, αλλιώς αργολαβίζω
Αμπάς: ο κριός που δεν έχει κέρατα
Αμπασιά: πέρασμα μέσα απο πέτρινο ή καλαμένιο φράχτη
Αούδουρας: θάμνος
Αποταή: η μπροστιάδα του σταύλου
Απορτοαλιά: το πρώτο γάλα των κατσικοπρόβατων, που έκοβε όταν το έβραζες
Αρδίκοι: ξυλώδες φυτό που συμβολίζει την καρποφορία της γής μετά το καλοκαίρι
Ασκινοπόδι: είδος φρύγανου
Ασπαλάθροι: αγκαθωτοί θάμνοι
Αραντός: φαγητό από γάλα και αλεύρι
Αρμάρι: η θυρίδα, το ντουλάπι
Άφουκλα: βρύση, υδροροή
Βούκινο: μεγάλο κοχύλι (αλλιώς βουκίνα)
Βουλίδι: μισογκρεμισμένο σπίτι
Βούτημα: χόρτο του οποίου η φύση δεν επιτρέπει τη διέλευση νερού
Γκλαβανή: μικρή σκάλα εσωτερικού χώρου με καταπακτή που κατέβαινε στο κελάρι
Διβολιά: το διπλό ζευγάρι του χωραφιού, η δεύτερη καλλιέργεια
Δισάκι: δύο σάκοι ενωμένοι σε ένα, μικρό ταγάρι
Εργάθια: βούρλινα δίχτυα για το δέσιμο των άχυρων
Κράϊ: η παγωνιά, το κρύο
Κατσούλα: η γάτα
Καταχάρι: η μπόρα
Κουργιαλό: καλαθάκι για τη μεταφορά του ζυμαριού (ψωμιού) στο φούρνο
Κουρλί: γυναικείο μαντήλι κεφαλιού
Κοφινίδα: μεγάλο ξύλινο δοχείο από το οποίο μετά από ταλάντωση πέφτει το κριθάρι στη μυλόπετρα
Κρεβαταριά: ο αργαλειός
Κρεβατίνα: κληματαριά
Λιμαριά: τα σύνεργα του μαγκανοπήγαδου
Λαόρχια: είδος μανιταριού
Μαγερειό: κουζίνα σπιτιού (δωμάτιο)
Μαγκαλάκι: μαγκάλι, σιδερένιο σκεύος με κάρβουνα για τη ζεστασιά του σπιτιού
Μάσκουλο: ο μεντεσές
Μαστραπάς: τσίγκινο ποτήρι για νερό
Μπαλότα: μασούρια, γιρλάντες, μπλεξούδες
Μπαρκιαστούν: επωμιστούν, παίρνουν ευθύνη
Μπέδουκλο: σχοινί που δένει τα πόδια των ζώων για να μην μπορούν να τρέξουν
Μπλουτσουνέρα: το λούκι για το νερό που τρέχει απο το δώμα- ταράτσα
Μαργωνιά: παγωνιά
Ναός: χτιστό ή χωμάτινο αυλάκι για πότισμα χωραφιού
Νομιά: άγονη πλαγιά στην άκρη του χωραφιού
Ντιχάλι: το ξύλινο διχάλι του λυχνίσματος
Νουλάς: ο σωλήνας του ρακιντζού που χρησιμοποιείτε για την απόσταξη της ρακής
Ξεβαβουλίζω: ξεχωρίζω το σπόρο από το βαμβάκι
Ξεπασουλίζω: καθαρίζω τα αυτία ή τα δόντια
Οργιά: η ουρά
Όχεντρα: το φίδι οχιά
Παζούμιο: το κουτοπόνηρο
Πανιστής: ξύλο με πανιά για το καθάρισμα του φούρνου
Πιτιλίζει: ψιχαλίζει
Σάντουλα: η νονά
Σάρτο: πήδος, πήδημα (σαρτένω)
Σιχλάκι: τσίγκινος ή μπακιρένιος χειροποίητος κουβάς
Σκάλεθρο: ξύλο για ανακάτεμα της φωτιάς (φούρνου)
Σκαμάκι: ποσότητα ξασμένου πρόβιου μαλλιού
Σκονοβολιά: σύννεφο σκόνης
Στρατούρα: το στρώσιμο του σαμαριού
Σύρμα: το συρτάρι
Σφούνι: πήλινο σκεύος για κρασί
Τέλι: σύρμα, καλώδιο
Τεσσαρακάντουνες: τετραγωνισμένες πέτρες που έβαζαν στα θεμέλια των σπιτιών
Τζουάδα: ζωηράδα φυτού
Φουρνέφτιο: πλατύ σανίδι για το φούρνισμα του ψωμιού
Φούχι: βρωμερό, (τα 'καμες φούχι = τα θαλάσσωσες)
Χαλικολόος: καλάθι για χαλίκια που έδεναν στο σαμάρι του μουλαριού
Χαλούρι: το διχαλωτό ραβδί του γεωργού
Χαρανί: τσίγκινο μαγειρικό σκεύος
Χαρτζουκάκι: μπακιρένια κατσαρόλα
Χράμι: υφαντό μάλλινο κουβερτάκι
Χρουσαυλίδα: σαύρα
Ψακί: δηλητήριο (ψακώνω = δηλητηριάζω)
Ώρα μερέντι: ώρα κολατσιού
Τοπωνύμια Τριπόδων
Άρκουλα (ΝΑ του χωριού, στην περιοχή Αγ. Νεκταρίου), Αυλιά (άγονη περιοχή, βοσκοτόπι, δυτικά στου Μπιστόλη)
Βρόντου (Β. Αγ. Δημητρίου)
Γναφαριά
Κουμάσα (ΝΑ του χωριού), Καρεκλά (Δυτικά προς την Πλάκα), Κερά (ΒΔ προς την Τριποδιώτισσα), Καλλίνικου (προς την Πλάκα), Καρά, Καλαμούρια, Κατσόπιρνα, Κορκιδάκι, Κατερινιάς (Δυτικά Άγ. Κων/νου)
Μανταλένιος, Ματαίου (ΒΔ του χωριού στο κοιμητήριο), Μπλουμάς (Βόρεια του χωριού), Μπιαλή (Νότια του Αγ. Γεωργίου), Μιομάμπελα (ΝΔ της Αγ. Θέκλας), Μουλαράδω, Μοϋζέ, Μπονάλε, Μπουργάκη
Ξεκολαριά (τοποθεσία στον Καταρράχτη)
Περατσή (ΝΑ του χωριού), Πλευρό (Ανατολικά του χωριού)
Ρινίδια
Σπανομαρή, Σκινώνας, Σκουλήκοι (ΒΑ του χωριού), Στρούμπουλα
Τζανακαρέ, Τουμπακάδες, Τρανή χωράφα
Copyright:© 2010 Σύλλογος Τριποδιωτών Νάξου "Η Βίβλος" και Πολιτιστικός Μορφωτικός Σύλλογος Νέων