"Τα χοιροσφάγια" (έθιμο των Χριστουγέννων)
Την παραμονή των Χριστουγέννων κάθε οικογένεια του χωριού αναβίωνε το πατροπαράδοτο έθιμο της σφαγής του χοίρου. Υπεύθυνοι για τη σφαγή του γουρουνιού ήταν οι άντρες του σπιτιού, οι οποίοι φρόντιζαν να το εκτρέφουν από την αρχή του καλοκαιριού για το σκοπό αυτό.
Οι χωριανοί συγκεντρώνονταν παρέες-παρέες σε ένα σπίτι από νωρίς το πρωί και άρχιζαν τις προετοιμασίες. Όταν η όλη διαδικασία τελείωνε, κρέμαγαν τους χοίρους στην αποθήκη του σπιτιού και τους άφηναν εκεί μέχρι την επομένη των Χριστουγέννων. Στη συνέχεια, όλοι μαζί συγκεντρωνόταν σε ένα σπίτι για το καθιερωμένο φαγοπότι με βασικό γεύμα την παραδοσιακή φασολάδα και τα άλλα νηστίσιμα εδέσματα που είχαν ετοιμάσει από νωρίς οι νοικοκυρές.
Την επομένη των Χριστουγέννων, όλη η παρέα συγκεντρωνόταν πάλι στο ίδιο σπίτι και άρχιζαν τη διαδικασία του τεμαχισμού του χοιρινού.
Στη συνέχεια άναβαν τις ψησταριές και ξεκινούσαν το φαγοπότι και το γλέντι, που κρατούσε μέχρι αργά το βράδυ.
Το χοιρινό κρέας αποτελούσε το κύριο γεύμα του χριστουγεννιάτικου τραπεζιού, όπως άλλωστε εξακολουθεί και σήμερα. Με αυτό έφτιαχναν, με παραδοσιακό τρόπο, λουκάνικα τα οποία κρεμούσαν, περιμένοντας να στεγνώσουν, στην καπνοδόχο του «μαγεριού» ή σε κάποιο άλλο ειδικό μέρος, ενώ το λίπος του χοίρου το αποθήκευαν σε πήλινα κιούπια και το χρησιμοποιούσαν στη μαγειρική. Eπίσης έφτιαχναν γλινερό (βραστό χοιρινό κρέας σε κομμάτια διατηρημένο σε γλίνα μέσα σε κιούπι). Οι κάτοικοι του χωριού, πιστοί πάντα στις παραδόσεις του τόπου τους και επιθυμώντας να διαφυλάξουν τα πατροπαράδοτα έθιμα ζωντανά στη μνήμη των νεότερων, ξαναζωντανεύουν κάθε χρόνο με τελετουργικό τρόπο το πατρογονικό έθιμο της σφαγής του χοίρου.
Παραμονή Πρωτοχρονιάς
Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς οι νοικοκυρές αναλαμβάνουν την καθαριότητα του σπιτιού και ετοιμάζουν την παραδοσιακή βασιλόπιτα.
Αργά το βράδυ, όλοι οι νέοι συγκεντρώνονται στην κεντρική πλατεία του χωριού και από εκεί ξεκινούν την περιοδεία τους, τραγουδώντας τα πρωτοχρονιάτικα κάλαντα του Αγίου Βασιλείου με τη συνοδεία των παραδοσιακών τοπικών οργάνων, της τσαμπούνας και του τουμπακιού. Οι «καλαντιστάδες», όπως τους αποκαλούν, με αφετηρία το σπίτι του παπά, γυρίζουν πόρτα-πόρτα όλα τα σπίτια του χωριού και τραγουδούν τον «Αη-Βασίλη». Οι φιλόξενοι χωριανοί τους υποδέχονται με χαρά, προσκαλώντας τους στα σπίτια τους, τους κερνάνε ρακή και πριν την αποχώρησή τους ρίχνουν χρήματα μέσα στο ειδικό αυτοσχέδιο κουτί.
Ανήμερα της Πρωτοχρονιάς, οι "καλαντιστάδες" με τα χρήματα που έχουν συγκεντρώσει από το βράδυ, οργανώνουν τρικούβερτο γλέντι στην πλατεία του χωριού, στο οποίο συμμετέχουν όλοι οι κάτοικοι. Οι νοικοκυρές φέρνουν μεζέδες, που έχουν ετοιμάσει νωρίτερα για το σκοπό αυτό, κρασί και ρακή. Το ίδιο κάνουν και οι ιδιοκτήτες των γύρω καφενείων. Το γλέντι και ο χορός συνεχίζεται μέχρι αργά το απόγευμα.
Ο νεοσύστατος Πολιτιστικός και Μορφωτικός Σύλλογος Νέων Τριπόδων, πιστός στο καθήκον του για τη διάσωση, διατήρηση και διαφύλαξη των παραδοσιακών εθίμων και παραδόσεων του χωριού, κινητοποιείται κάθε χρόνο για να οργανώσει και να εκτελέσει την αναβίωση του πολιτιστικού δρώμενου των καλάντων του ¶η-Βασίλη. Το έθιμο αναβιώνει με επιτυχία κάθε χρόνο, όπως αποδεικνύεται από το γεγονός οτι η συμμετοχή των νέων του χωριού αυξάνεται χρόνο με το χρόνο.
Των Φώτων
Τα παλιά χρόνια, παραμονή των Θεοφανείων, μετά τη θεία λειτουργία στην 'Τριποδιώτισσα', έπαιρνε ο παπα Γιαννακάκης ο Σφυρόερας το μικρό ασημένιο Σταυρό, κομμάτι βασιλικού και ένα από τα 'παπαδοπαίδια', ένα λαδοφάναρο αναμμένο με το φυτίλι από βαμβάκι, το μπακιρένιο σιχλάκι με νερό, ένα άδειο δισάκι μπλεχτό από μαλλί γίδας στον ώμο κι ένα καλάθι από καλάμια. ¶ρχιζαν τον αγιασμό από τον Μπλουμά, σπίτι - σπίτι, ραντίζοντας παντού. Η νοικοκυρά του σπιτιού ή θα άδειαζε ένα σκουτέλι κριθάρι στο δισάκι ή, αν δεν είχε κάτι να τους φιλέψει, θα τους έδινε λεφτά, δυό-τρείς δραχμές ή θα έβαζε στο καλάθι δυό - τρία αυγά.
Απόκριες
Παλιότερα, στο όμορφο χωριό μας, στις Τρίποδες, τις απόκριες οι χωριανοί μας τις αισθάνονταν και τις ζούσαν αλλιώτικα από σήμερα. Από την Κυριακή του Τελώνου και Φαρισαίου και μέχρι της Τυρινής, δεν παρέλειπαν κάθε βράδυ να 'τα έχουν' (τα βιολιά) σε ένα δύο σπίτια ή και περισσότερα. Από ημέρες γινόταν η συνεννόηση με τους γλετζέδες ενοίκους των σπιτιών και τη συμφωνημένη βραδιά από νωρίς (επτά - οχτώ η ώρα) άρχιζαν να συγκεντρώνονται γυναίκες και άντρες, κορίτσια και αγόρια στο φιλικό σπίτι του χωριού. Μέχρι και τα μικρά παιδιά τους κουβαλούσαν και όταν αυτά νύσταζαν, τα έβαζαν και κοιμόντουσαν στις καλαμένιες 'κρεβάτες' του σπιτιού των νοικοκυραίων. Τα αποκριάτικα όργανα -τζαμπούνα και τουμπάκι - ειδοποιημένα, ερχόντουσαν και αυτά με τους χαμογελαστούς οργανοπαίκτές τους. Ο Ντερβισαντώνης, ο Μπαφολιανός, το Κυπραιάκι, το Ντραπανάκι και άλλοι. Κι έπειτα θα 'το στρωναν' στην Τριποδιώτικη σάλα.
Καθόντουσαν οι οργανοπαίχτες σε δύο καρέκλες, σε εμφανές μέρος και άρχιζαν να τα 'κορδίζουν'. Οι πιό μερακλήδες, ιδίως νέοι, είχαν κιόλας μπει στη μέση του σπιτιού με τα μαντήλια στα χέρια κι έγνεφαν στις 'καλές' τους ή στις ξαδέρφες και γειτόνισσες και στις γυναίκες, ειδικά, του σπιτιού να τις χορέψουν. Αρχικά ήταν τα καλαματιανά και το συρτό, στη συνέχεια αλλάζοντας σκοπό, το γυρνούσαν στο μπάλο. Τότε αποχωρούσαν οι πολλοί και έμεναν στην 'πίστα' ο νέος και η νιά. Με 'αναμμένο' το χορό, μετά τον μπάλο, για να ξεκουραστούν και τα όργανα, 'το στρωναν' στο τραγούδι και στη ντίρλα - σε μιά αλυσίδα από γυναίκες και άντρες.
Οι Κορδελάτοι
Ένα παλιό, ωραίο και γραφικό αποκριάτικο έθιμο που αναβιώνει μέχρι σήμερα στις Τρίποδες είναι οι «κορδελάτοι».
Τις Απόκριες και συγκεκριμένα την Τυρινή Κυριακή, οι νέοι του χωριού ντύνονταν κορδελάτοι. Τα κορίτσια της κάθε γειτονιάς, ξεκινούσαν από μέρες τις προετοιμασίες. Εύρισκαν τους δαντελένιους γύρους, τα ειδικά βρακιά με τις δαντέλες, τις πολύχρωμες κορδέλες, τα φέσια που τα στόλιζαν με λουλούδια, τα κεντητά γιλέκα και τις πολύχρωμες υφαντές κάλτσες. Τα σιδέρωναν και τα κρέμαγαν στην κουπαστή της γκλαβανής. Το απόγευμα της Κυριακής τα έφερναν στο σπίτι του παλικαριού και άρχιζαν το ντύσιμο του κορδελάτου. Αφού ο νέος έβαζε το ειδικό βρακί με την δαντέλα, το γύρο και το λευκό πουκάμισο, οι κοπελιές άρχιζαν να τον στολίζουν, ράβοντας πάνω στο γιλέκο τις κορδέλες και τα μαντήλια τους. Όταν τελείωνε το ντύσιμο, ο κορδελάτος έφευγε για την πλατεία του χωριού, όπου εκεί ήταν μαζεμένοι και οι άλλοι, μαζί με όλο το χωριό.
Όταν ήταν όλα έτοιμα, οι κορδελάτοι, με μπροστάρη ένα άλλο παλικάρι που ήταν ντυμένος ναύτης και κρατούσε τη σημαία, άρχιζαν το χορό, με τη συνοδεία της τσαμπούνας και του τουμπακιού. Οι ιδιοκτήτες των γύρω καφενείων ετοίμαζαν μεζέδες, που τους πρόσφεραν σε όλους τους παρευρισκόμενους.
Κρυφές συμπάθειες και έρωτες έρχονταν στην επιφάνεια με τον χορό των κορδελάτων. Ο κορδελάτος καλούσε στο χορό την κοπελιά του, για να την 'σύρει', οπότε τα κουτσομπολιά έδιναν και έπαιρναν στα πεζούλια της πλατείας.
Ο κορδελάτος με τον πιο όμορφο γύρο αποσπούσε τα καλύτερα σχόλια, με επαίνους για την περίτεχνη δαντέλα του γύρου που φορούσε. Η προέλευση του σχεδίου της δαντέλας καθώς και της κεντίστρας του, δημιουργούσε ερωτήματα και κέντριζε το ενδιαφέρον των γυναικών.
Εκτός από τους κορδελάτους, το έθιμο περιελάμβανε και την αρκούδα με τον αρκουδιάρη. Ένα παλικάρι ντυμένο με δέρμα από πρόβατα, έκανε την αρκούδα. Στην μέση του φορούσε ζώνη, από την οποία κρέμονταν κουδούνια διαφόρων μεγεθών και ήχων. Λυροκούδουνα και απλά κουδούνια. Ο αρκουδιάρης μασκαρεμένος και με 'ασβολωμένο' πρόσωπο, κρατούσε δεμένο με ένα σκοινί το παλικάρι που υποδιόταν την αρκούδα. Όταν η αρκούδα κοιμόταν ή ξεκουραζόταν, ο αρκουδιάρης τη ράβδιζε, ώστε να σηκωθεί και να τρέξει ανάμεσα στους παρευρισκομένους. Το γεγονός προκαλούσε το γέλιο στους μεγάλους και τον τρόμο στα μικρά παιδιά.
Πολλοί από τους χωριανούς ντύνονταν μασκαράδες με αυτοσχέδιες ενδυμασίες. Γύριζαν την πλατεία και έκαναν διάφορα αστεία και πειράγματα. Το τρικούβερτο γλέντι κρατούσε μέχρι αργά το βράδυ.
Ο Σύλλογος Τριποδιωτών Νάξου «Η Βίβλος» και ο Πολιτιστικός Σύλλογος Νέων καταβάλλουν προσπάθειες για τη διατήρηση αυτού του γραφικού αποκριάτικου εθίμου, το οποίο αναβιώνει τα τελευταία χρόνια σε ετήσιους αποκριάτικους χορούς που διοργανώνονται στην Αθήνα και στις Τρίποδες. Στόχος των Συλλόγων του χωριού μας είναι να μάθει η νεότερη γενιά των συγχωριανών και φίλων τα αποκριάτικα έθιμα του χωριού και να προσπαθήσει να τα κρατήσει ζωντανά, γιατί είναι μέρος της πολιτιστικής παράδοσης του τόπου μας. Δεν πρέπει να αφήσουμε να χαθούν ή να αλλοιωθούν, γιατί είναι τα χνάρια πάνω στα οποία βαδίζουμε και πρέπει να συνεχίσουμε να βαδίζουμε.
Ο Κλείδωνας
Από τα παλιά χρόνια γιόρταζαν στις Τρίποδες του ¶η Γιάννη τις φωτιές. Από ημέρες οι κάτοικοι συγκέντρωναν στις αυλές διάφορα ξύλα - αθανατοκουτσούρες, αρδίκοι, πανέρια άχρηστα - και τα φύλαγαν για τη 'μεγάλη ημέρα'. Το απόγευμα της παραμονής του ¶η Γιάννη, στις 23 Ιουνίου, ο καθένας από κάθε γειτονιά συγκέντρωνε τα πολεμοφόδιά του.
Το βράδυ 7 με 8 η ώρα άναβαν οι φωτιές. Συγκεντρώνονταν όλοι οι γείτονες εκεί, μικροί μεγάλοι και πηδούσαν τη φωτιά, άλλοι ξυπόλυτοι και άλλοι με παπούτσια. Όταν κόρωνε η φωτιά πηδούσαν οι νέοι με καμάρι κι έβλεπες τα φρύδια τους τσουρουφλισμένα από τη λάμψη. Όταν άρχιζε να χωνεύει η φωτιά και ήταν όλοι κουρασμένοι από τα πηδήματα και τα κουβαλήματα με τα ξύλα, κάθονταν γύρω από τη φωτιά και άρχιζαν να τραγουδάνε τον κλείδωνα.
Από εκεί κρυφά-κρυφά έφευγαν οι κοπέλες της γειτονιάς και έτρεχαν να πάρουν το αμίλητο νερό από της 'Κεράς το πηγάδι', για να δούν, λέει, μέσα σε αυτό τον άντρα που θα παντρευτούν. Αλλά αν τύχαινε κανείς και τις τρομάξει στον δρόμο και μιλούσαν, τότε έχαναν το παιχνίδι και έπρεπε να το κάνουν από την αρχή.
Τρύγος - Ρακιτζιά (Καζανέματα)
Ο τρύγος στο χωριό μας, στις αρχές του φθινοπώρου, είναι περίοδος αναβρασμού. Τα βαρέλια πλένονται, άνδρες, γυναίκες και παιδιά ξεχύνονται στ' αμπέλια για να μαζέψουν τον πολύτιμο καρπό. Ακολουθεί το πάτημα των σταφυλιών στη «ληνού» (πατητήρι). Ο μούστος μπαίνει στα βαρέλια για να βράσει και να γίνει το κρασί, ο «παυσίλυπος οίνος». Τα τσάμπουρα (τα πατημένα σταφύλια) που μένουν στο πατητήρι δεν πετιούνται. Με αυτά φτιάχνουν τη ρακή, απαραίτητη σύντροφο στα κρύα του χειμώνα. Τα ρακιτζιά γίνονται συνήθως στη Νάξο τον Οκτώβρη. Τα τσάμπουρα μπαίνουν σε ένα ειδικό σκεύος, το χαρανί, και με την βοήθεια της φωτιάς γίνεται η απόσταξή τους σε ρακή. Στα ρακιτζιά μαζεύονται γνωστοί, φίλοι αλλά και περαστικοί για να δοκιμάσουν την καινούργια ρακή, με συνοδεία πεντανόστιμων ξερών σύκων.
Copyright:© 2010 Σύλλογος Τριποδιωτών Νάξου "Η Βίβλος" και Πολιτιστικός Μορφωτικός Σύλλογος Νέων