Τσαμπουνάτορας - Τσαμπουνιέρης
Η τσαμπούνα είναι ο νησιώτικος τύπος του ελληνικού άσκαυλου. Είναι πνευστό όργανο που έλκει την καταγωγή του από την αρχαιότητα. Το όνομα τσαμπούνα ή σαμπούνα προέρχεται από το ιταλικό zampogna, όρο δανεισμένο από την ελληνική λέξη συμφωνία. Η καταγωγή του οργάνου είναι άγνωστη. Γραπτές αναφορές υπάρχουν στη Παλαιά Διαθήκη (στο βιβλίο του Δανιήλ). Στην Ελλάδα αναφέρεται για πρώτη φορά στη Λυσιστράτη του Αριστοφάνη (446-385 π.Χ) τα «Φυσατήρια» όργανα, πνευστό όργανο με ασκό. To αρχαίο όνομα του είναι άσκαυλος (ασκός + αυλός).
Από νησί σε νησί συναντάμε διάφορες παραλλαγές της ονομασίας του οργάνου. Στην Νάξο και ιδιαίτερα στις Τρίποδες η ονομασία είναι τσαμπούνα ή τσαμπουνάσκιο. Η τσαμπούνα κατασκευάζεται από τον ίδιο τον οργανοπαίκτη και αποτελείται από τα τρία μέρη: το ασκί, το επιστόμιο και τη συσκευή παραγωγής ήχου.
Το ασκί ή τουλούμι φτιάχνεται από δέρμα κατσίκας ή ριφιού και σπάνια προβάτου. Αρχικά γδέρνουν το ζώο και εν συνεχεία το αλατίζουν στην εσωτερική του μεριά, αφήνοντας το τυλιγμένο για αρκετές μέρες ώστε να «σφίξει» το δέρμα. Κατόπιν κουρεύεται η τρίχα σε μήκος περίπου 1 - 1,5 εκ. και ξεβγάζεται καλά το δέρμα. Με τη γούνα εσωτερικά, δένεται στο λαιμό και στο πίσω μέρος (πίσω πόδια και ουρά). Στα δύο μπροστινά πόδια που παραμένουν ελεύθερα, προσαρμόζεται η συσκευή που παράγει τον ήχο και το επιστόμιο.
Το επιστόμιο είναι ένας κυλινδρικός ή κωνικός σωλήνας που φτιάχνεται από καλάμι, διάφορα ξύλα ή και από κόκκαλο από πόδι αρνιού. Στο άκρο του σωλήνα, που είναι μέσα στο ασκί δένουν ένα πετσάκι, που λειτουργεί ως βαλβίδα και εμποδίζει την έξοδο του αέρα από το ασκί. Το επιστόμιο αυτό φτιάχνεται σε διάφορα μεγέθη, συνήθως από 6 έως 18εκ.
Η συσκευή για την παραγωγή του ήχου αποτελείται από μια αυλακωτή βάση, μέσα στην οποία είναι τοποθετημένοι δυο καλαμένιοι αυλοί, με μονό επικρουστικό γλωσσίδι τύπου κλαρινέτου. Η αυλακωτή βάση καταλήγει σε χοάνη, άλλοτε μεγαλύτερη και άλλοτε μικρότερη. Η αυλακωτή βάση είναι ανοιχτή μπροστά, με χαμηλές τις δυο πλαϊνές πλευρές της, για να αφήνει τα δάχτυλα να χειρίζονται τις τρύπες στους δυο αυλούς. Πίσω είναι κλειστή, εκτός από το πάνω μέρος με τα δυο γλωσσίδια. Το μέρος αυτό είναι πάντα μέσα στο ασκί: με την πίεση του αέρα τα γλωσσίδια πάλλονται και παράγουν τον ήχο. Η αυλακωτή βάση φτιάχνεται από διάφορα ξύλα μαλακά ή σκληρά: σφεντάμι, πικροδάφνη, φασκομηλιά, συκιά, ελιά, καρυδιά, μουριά, κέδρο, κορομηλιά κτλ.
Οι δυο αυλοί, τύπου κλαρινέτου, με μονό επικρουστικό γλωσσίδι, δεν είναι μονοκόμματοι. Ο καθένας φτιάχνεται με δυο κομμάτια καλάμι. Το ένα, μακρύτερο και ανοιχτό στα δυο άκρα, έχει τρύπες για τα δάχτυλα. Το άλλο, πολύ πιο κοντό και σε μικρότερη διάμετρο, είναι ανοιχτό στο ένα άκρο και στο άλλο, που είναι κλειστό, έχει το γλωσσίδι. Πρώτα φτιάχνονται οι δυο κυλινδρικοί καλαμένιοι σωλήνες με τις τρύπες, που πρέπει να είναι ίσοι και να έχουν το ίδιο μήκος και την ίδια εσωτερική διάμετρος. Αφού προσαρμοστούν αυτοί οι σωλήνες, κλείνονται με καθαρό κερί ή με πρόπολη γύρω-γύρω στα κενά και ιδιαίτερα στο μέρος που μπαίνει μέσα το ασκί. Το κερί ή η πρόπολη στερεώνουν τους σωλήνες στη βάση και εμποδίζουν τον αέρα να ξεθυμάνει.
Η διακόσμηση της τσαμπούνας περιορίζεται κυρίως σε εγχάρακτα γεωμετρικά σχέδια στην αυλακωτή βάση και τη χοάνη. Συναντάμε σπανιότερα και στυλιζαρισμένα σχέδια από το φυτικό ή ζωικό κόσμο. Παλιότερα κρεμούσαν μπροστά στο ασκί, περασμένα σε λεπτές αλυσιδίτσες, φλουράκια, σφαιρικά κουδουνάκια, μικρές φούντες και χάντρες για το μάτι.
Η τσαμπούνα παίζεται με το ασκί κρατημένο κάτω από την αριστερή μασχάλη και ο τσαμπουνιέρης παίρνει αναπνοή με το διάφραγμα, γι' αυτό μπορεί και φυσάει πολλές ώρες χωρίς να κουράζεται. Η πίεση του αέρα στα γλωσσίδια γίνεται με το φύσημα από το επιστόμιο και από το σφίξιμο του ασκιού, που κάνει με το αριστερό του μπράτσο ο τσαμπουνιέρης. Όταν ο τσαμπουνιέρης σταματάει προσωρινά το φύσημα, για να μην ελαττωθεί η πίεση του αέρα, αυξάνει το σφίξιμο που κάνει με το αριστερό του μπράτσο, ενώ το χαλαρώνει όταν ξαναξεκινάει το φύσημα.
Το παίξιμο της τσαμπούνας χαρακτηρίζεται από τα στολίδια με τα οποία ο τσαμπουνιέρης καλλωπίζει διαρκώς την μελωδία. Στην τσαμπούνα τα στολίδια αυτά είναι γρήγορες μικρές νότες, όπου μια νότα της μελωδίας επιλαμβάνεται γρήγορα, αφού προηγηθεί η αμέσως υψηλότερη ή χαμηλότερη σ' αυτή νότα. Η τσαμπούνα παίζεται μόνη της. Παίζεται όμως και με άλλα μουσικά όργανα συνήθως με το τουμπάκι.
Η τσαμπούνα στη Νάξο
Η τσαμπούνα στη Νάξο έχει τα εξής στοιχεία:
1. το επιστόμιο από κόκκαλο ή ξύλο
2. τον ασκό από δέρμα ζώου, συνήθως από κατσίκι
3. την κυρίως τσαμπούνα, που αποτελείται:
- από μια βάση, την άφουκλα
- δύο καλαμένιους σωλήνες "αυλούς" με πέντε τρύπες ο κάθε ένας, για τα δάχτυλα, με τους οποίους παίζεται η μουσική και λέγονται μπιμπικομάνες. Τοποθετούνται μέσα στην άφουκλα.
- ένα ή δυο καλαμάκια, που παράγουν τον ήχο και λέγονται μπιμπίκια. Τοποθετούνται στην κάθε μπιμπικομάνα, από το μέρος μέσα στο ασκί.
- ένα κέρατο σκαλιστό σαν αντηχείο. Μπαίνει στο τέρμα τις άφουκλας.
Τα καλαμάκια είναι με μονό γλωσσίδι και τεχνικά είναι πρόγονοι του κλαρίνου στον τρόπο παραγωγής ήχου.
Τσαμπουνιέρηδες σήμερα στις Τρίποδες με δραστηριότητα σε εκδηλώσεις είναι ο Γιώργος Κ. Ρεφενές και ο Κυριάκος Η. Σαλτερής. Επίσης παίζει και ο Γιώργος Ι. Δημητροκάλλης. Τσαμπουνιέρηδες σημαντικοί που δεν ζουν σήμερα ήταν ο Γιώργης ο Κυπραίος (Κυπραιάκι), ο Λιανός ο Δημητροκάλλης (Ρουσολιανός), ο Γιώργης ο Ματάκιας (από το Σαγκρί, με σύζυγο από Τρίποδες) και ο Γιώργος ο Μπεμπένης (με συγγενείς στις Τρίποδες).
Στην ίδια εποχή ανήκει και ο παλιός τσαμπουνιέρης Κυριάκος Ι. Μαργαρίτης, που ζει και παίζει ακόμη και σήμερα. Είναι η ζωντανή ιστορία της τσαμπούνας σήμερα στις Τρίποδες και στα κάτω χωριά.
Στο Αγερσανί ο Βασίλης Πολυκανδριώτης - ο Έργης.
Στα υπόλοιπα λιβαδοχώρια πλέον δεν υπάρχουν τσαμπουνιέρηδες.
Στο Γλινάδο ονομαστοί ήταν οι Σκουρογιάννης, Σκουρομήτσος και ο Βαθρακοκοίλης.
Στα πάνω χωριά -ορεινά- υπάρχουν αρκετοί ακόμη τσαμπουνιέρηδες.
Τυροβόλης - Τυροκόμος
Στις Τρίποδες έχουν πολλούς μητάτους. Η λέξη χρησιμοποιείται σε νησιά του Αιγαίου και στην Κρήτη και σημαίνει σπιτάκι από ξερολιθιά, που είναι μέρος της μάνδρας όπου κοιμούνται οι βοσκοί, τυροκομούν και φυλάσσουν τα τυροκομικά σκεύη και προϊόντα. Εκεί δίπλα πολλοί τσοπάνηδες σταύλιζαν τα προβατά τους.
Για να ξέρει ο καθένας ποιά ήταν τα δικά του, τα σταμπάριζαν με στάμπα ή έκαναν κάποιο χωριστό σημάδι, ο καθένας στα δικά του. Τους έκοβαν ή τρυπούσαν με ψαλίδι τα αυτιά και ο καθένας έκανε το δικό του σημάδι. 'Αλλος το δίπλωνε και κόβοντάς το του έκανε ρόμβο, κύκλο, σταυρό και λοιπά. Όλοι υπολόγιζαν το γάλα που έβγαζαν τα πρόβατά τους και μετά έσμιγαν το γάλα. Το έβραζαν σε ένα χαρανί (καζάνι) και εκεί όταν ήθελαν να παρασκευάσουν το τυρί, το ζέσταιναν μέχρι να είναι έτοιμο να πάρει η συμπαγής μάζα την πρώτη τούμπα. Με τον ταραχτσή ανακάτωναν το τυρί μέχρι να γίνει μία ισοπαχής μάζα και να μπεί μετά στα τυροσκαμνωτά τυροβόλια.
Ο ταραχτσής ήταν κάποιο κλαδί (ξύλο), συνήθως αγριλιάς, για να είναι σκληρό. Στο κεφάλι είχε πλεγμένα τα κλαδιά προκειμένου να γίνει χτυπητήρι. Τα τυροβόλια ήταν πλεκτά καλαθάκια, όπου έβαζαν το τυρί για να στραγγίσει. Αυτά ήταν πλεκτά κάνιστρα από βούρλα ή καλάμια. Συνήθως τα τροβόλια ήταν μικρά και η χωρητικότητα μερικών κάτω από μισό κιλό. Στη Νάξο σήμερα μόνο δυό τρείς τεχνίτες έχουν απομείνει που τα φτιάχνουνε. Τα τροβόλια μπορούν να χρησιμοποιηθούν και για άλλες δουλειές. Είναι πολύ ακριβά και μπορεί να στοιχίζει μέχρι και είκοσι ευρώ το κάθε ένα. Πλένονται όμως και χρησιμοποιοιούνται πολλές φορές.
Από το τυροβόλι έβγαινε ο τσίρος, που δεν ήταν τίποτα άλλο παρά το τυρόγαλο, το οποίο στη συνέχεια συγκεντρώνονταν σε άλλο καζάνι, για να γίνει δεύτερη επεξεργασία με πιό πολύ ζέσταμα ώστε να βγεί η μυτζήθρα. Στο τροβόλι έπλαθαν το μάγμα (τυρί) με τα δάκτυλα για να φύγουν οι φυσαλίδες και να γίνει συμπαγής μάζα. Στο τροβόλι επίσης σούρωναν το μάγμα (τυρί) για να γίνει ίσο όταν 'ζακίσει', δηλαδή όταν θα κάτσει. 'Ετσι, αφού αυτό έχανε τα υγρά του και ξεραινόταν, το έβγαζαν από το τροβόλι και το τοποθετούσαν πάνω σε σανίδια, που ήταν κρεμασμένα σε ευάερο μέρος.
Εκεί τα τυριά ήταν προφυλαγμένα και από τα ζωίφια και από τις γάτες. Το τυρόγαλο το έβαζαν μετά σε τουλπάνι γιά να στραγγίσει και να βγεί η μυζήθρα, ενώ αρκετοί ήταν αυτοί που το έβαζαν σε μικρότερα τυροβόλια ή κάνιστρα.
Copyright:© 2010 Σύλλογος Τριποδιωτών Νάξου "Η Βίβλος" και Πολιτιστικός Μορφωτικός Σύλλογος Νέων